Τρίτη 2 Μαΐου 2017

Τι να κανουμε;

Γαλλία, Τουρκία, Ολλανδία, Ελλάδα, ΗΒ, ΗΠΑ. Εκλογές ή δημοψηφίσματα. 

Όλα μας δείχνουν, μας φωνάζουν, πως ο διαχωρισμός δεξιάς -  σήμερα είναι αναχρονιστικός. Πως η διαχωριστική γραμμή μεταξύ προόδου και συντήρησης δεν είναι πια μια πραγματική γραμμή, κάθετη στον άξονα των κοινοβουλίων να χωρίζει αυτούς που κάθονται αριστερά και δεξιά, αλλά είναι μια οριζόντια γραμμή που χωρίζει στα δυο τα περισσότερα από τα αστικά δημοκρατικά κόμματα και αφορά την απάντηση σε κυρίαρχα ερωτήματα, οπως: 
ποσο ανεκτική θέλουμε την κοινωνία μας, πως αντιλαμβανόμαστε το ρόλο των ξένων, ποια θέση θεωρούμε ότι πρέπει να έχει η θρησκεία, πως θέλουμε να λειτουργεί η παιδεία και η υγεία, ποσο ανεξάρτητη δικαιοσύνη θέλουμε, συμφωνούμε ή όχι στην ελεύθερη αγορά και στην ελευθερία διακίνησης αγαθών, προσώπων και υπηρεσιών, πως αντιλαμβανόμαστε τις έννοιες τάξη και ασφάλεια, τι ποιοτικά χαρακτηριστικά ζητάμε από τους πολιτικούς μας, ποσο πρόθυμοι είμαστε να αλλάξουμε, να κριθούμε, να αξιολογηθουμε, ποσο διατεθημενοι είμαστε να παραχωρήσουμε στοιχεία της εθνικής μας βάσης σε ένα υπερεθνικό σχηματισμό
Οι απαντήσεις σε όλα αυτά συγκροτούν σήμερα το περιεχόμενο της τοποθέτησης στην προοδευτική ή τη συντηρητική πλευρά της κοινωνίας και της πολιτικής, ανεξάρτητα από την ταμπέλα ή το πρόσημο που θέλουμε εμείς ή οι άλλοι να βάλουμε στην γενικότερη στάση μας. 

Από τις κοινωνικό-πολιτικό-γεωγραφικές αναλύσεις των αποτελεσμάτων των αναμετρήσεων που αναφέρθηκαν πιο πάνω, προκύπτουν κάποια αδρά κοινά χαρακτηριστικά των δυο χωρων. 
  •  Βιομηχανικές, υποβαθμισμένες και αγροτικές περιοχές συγκροτούν προπύργια των συντηρητικών θέσεων ενώ αστικά κέντρα, τουριστικές περιοχές, περιοχές υψηλής οικονομικής ανάπτυξης των προοδευτικών.
  • Επιστημονικές κοινότητες, χώροι διευρυμένης μόρφωσης δίνουν τη μάχη της προόδου ενώ ομάδες χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και χώροι περιορισμένης επαγγελματικής κατάρτισης στέκονται συντηρητικά. 
  • Τέλος, πολίτες που βρίσκονται στο χώρο του μεταρρυθμιστικού κέντρου, της σοσιαλδημοκρατίας και της μεταρρυθμιστικής φιλελεύθερης δεξιάς γίνονται υπέρμαχοι των προοδευτικών προτάσεων ενώ όσο κινείται κανεις προς τα παραδοσιακά άκρα (αριστερά και δεξιά) προβάλλει όλο και πιο συντηρητικές σκέψεις. 

Είναι λογικό σε αυτό τον νέο διαχωρισμό να αποτυγχάνουν παραδοσιακά εργαλεία ανάλυσης των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων. Έτσι λοιπόν οι παραδοσιακοί πολιτικοί μηχανισμοί, αναζητώντας πάντα τις προτάσεις τους στην βάση της ιδεολογικής τους προέλευσης (ανεξάρτητα αν είναι ο Μαρξ, ο Σμιθ, ο Κέινς ή ο οποιοσδήποτε άλλος) δυσκολεύονται να διατυπώσουν προτάσεις για το μέλλον, ειδικά τη στιγμή που το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα φαίνεται να έχει προσεγγίσει ένα σημείο καμπής.  Έτσι η οικονομική κρίση στη ευρωζώνη αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, η προσφυγική κρίση στη μέση Ανατολή, το φαινόμενο της αναζοπύρωσης του θρησκευτικού φονταμενταλισμού στον αραβικό κόσμο, οι τυφλές τρομοκρατικές ενέργειες δεν βρίσκουν μια συγκροτημένη και αποτελεσματική απάντηση από τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις. Την ίδια στιγμή  η αδυναμία των πολιτικών σχηματισμών να παρέμβουν δυναμικά στην πραγματικότητα αφήνει περιθώριο παρεμβάσεων σε μη πολιτικούς και κυρία οικονομικούς παράγοντες να παίξουν ρόλους έξω από το θεσμικό τους πλαίσιο. 
Με δεδομένο μάλιστα πως οι οικονομικοι παράγοντες αυτοί δεν είναι γνήσια παραγωγικοί αλλά κυριως χρηματοοικονομικοί, οι τραπεζίτες έχουν σε πολλά σημεία υποκαταστήσει το ρόλο των υπουργών οικονομικών αν όχι και των πρωθυπουργών

Βλέπουμε λοιπόν την οικονομία να οργανώνεται σε μια λογική παγκοσμιοποίησης, κάνοντας χρήση της ευνοϊκής για αυτό τεχνολογικής εξέλιξης, την ίδια ώρα που οι υπερεθνικοί πολιτικοί μηχανισμοί (κυρία η ΕΕ) κινούνται  με ρυθμό δυο βήματα μπρος και ένα πίσω. 
Δυο λοιπόν παράγοντες, η αδυναμία του πολιτικού συστήματος να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα και η ταχύτατη χρηματοοικονομική ολοκλήρωση σε αντίθεση με την ανύπαρκτη πολιτική ολοκλήρωση, έχουν οδηγήσει την ευρωπαϊκή ένωση και μέσω αυτής το σύνολο του δυτικού κόσμου σε μια βαθιά κριση προοπτικής. Και τούτο γιατί, στον αντίποδα των δυο αυτών παραγόντων, μια "επαναστατική" ρητορική κερδίζει έδαφος. Αυτή της αμφισβήτησης του "συστήματος" και του βίαιου περιορισμού των υπέρεξουσιών των χρηματοοικονομικών μηχανισμών. Ανάλογα με τις συνθήκες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, η ρητορική αυτή επενδύεται με χροιά εθνικισμού ή ιδιόρρυθμου διεθνισμού, με μανδύα πατρίδας, θρησκείας οικογένειας ή με μανδύα αντικεφαλαιοκρατικής προλεταριακής μαχητικότητας. 
Ένα υπαρκτό φαινόμενο λοιπόν και η αδυναμία διαχείρισης του από τους παραδοσιακούς συστημικούς παράγοντες, έχει οδηγήσει στην έξαρση του αντισυστημισμου σε όλο τον κόσμο. Σε αυτό πρέπει να προσθέσουμε και τη συμβολή της τεχνολογίας, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και την κατάρρευση των παραδοσιακών μηχανισμών ενημέρωσης
Ενώ ακόμα και στο πρόσφατο παρελθόν ή ενημέρωση και η ανάλυση των γεγονότων γινόταν από ειδικούς σε αυτό επαγγελματίες που τηρούσαν (άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο) έναν κώδικα δεοντολογίας και συμπεριφοράς, η τεχνολογική πλατφόρμα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης επιτρέπει στον καθένα (σε εμένα τον ίδιο πρώτα από όλα) να αυτοχριστεί δημοσιογράφος, αναλυτής και σχολιαστής, γεμίζοντας ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες και αστήρικτες αναλύσεις τον παγκόσμιο ιστό. 
Αυτό που για να το πετύχει ο οποιοσδήποτε λαικιστης ρήτορας των προηγούμενων εποχών ήθελε δέκα - είκοσι συγκεντρώσεις σε μεγάλες πόλεις, τώρα το πετυχαίνει ο κάθε μέτριος χειριστής του λόγου από το σπίτι του χωρίς να ξοδέψει ούτε χρήματα ούτε χρόνο. 
Ένα ακόμα παράδοξο της νέας αυτής πραγματικότητας είναι πως όλοι, και οι δυο πλευρές της σύγκρουσης  και όλοι οι εμπλεκόμενοι πολιτικοκοινωνικοι σχηματισμοί, αρνούνται να παραδεχτούν ότι όλα αυτά συμβαίνουν. Αρνούνται να τραβήξουν τη γραμμή αυτή του διαχωρισμού πρώτα από όλα στο εσωτερικό τους και να δουν τον κόσμο στη βάση αυτής της διαφοροποίησης. Επιμένουν πεισματικά στην "επιστροφή στις ρίζες" δίνοντας ρίχνοντας ακόμα περισσότερο καύσιμο στη φωτιά της αντίδρασης και της συντήρησης. Έτσι οι συντηρητικοί επιμένουν στην επιστροφή στην θρησκεία, την εθνική καθαρότητα, στα ιερά και τα όσια ενώ οι σοσιαλιστές επιχειρούν επιστροφές στην "αριστερή" τους βάση μιλώντας πάλι για συγκρούσεις κεφαλαίου-προλεταρίων, και αναμασώντας το "νόμος είναι το δίκιο του εργάτη". 
Τριάντα χρόνια ιδεολογικής και πολιτικής εξέλιξης και προγραμματικής προόδου για κεντροαριστερά και κέντροδεξια εγκαταλείπονται για να ανασυρθούν ψυχροπολεμικές ρητορικές

Η Ευρώπη λοιπόν σε κρίση. Κρίση πολιτική, κοινωνική, οικονομική, θεσμική και προοπτικής. 
Κρίση που στην προ-ΕΕ εποχή θα μπορούσε να οδηγήσει σε πόλεμο ή επανάσταση. Ή και στα δυο. Η έστω και αδύναμη συνοχή της ΕΕ έχει αποτρέψει μέχρι στιγμής τον πόλεμο. Όμως είναι ικανή να αποτρέψει την επανάσταση; 
Ένα πρώτο ερώτημα, πριν αυτό που αφορά την αποτροπή της επανάστασης, θα έπρεπε να ήταν: και γιατί να μην γίνει η επανάσταση;
Όπως φαίνεται από τη λογική αυτού του κειμένου, η επιστροφή -είτε μέσω εκλογικών διαδικασιών είτε μέσω πιο δυναμικών καταστάσεων- σε προγενέστερες πολιτικοοικονομικές συνθήκες αποτελεί συντηρητική, αντιαναπτυξιακή και αρνητική εν συνόλω επιλογή. Η διάδοση του αντισυστημικού λόγου και ρητορικής στα μικρομεσαία και ασθενέστερα οικονομικά στρώματα δημιουργεί τον κίνδυνο ολοκληρωτικών επιλογών. Η Ευρώπη -και ο κόσμος- του χθες είναι η Ευρώπη των πολέμων, των δικτατοριών, της μισαλλοδοξίας, της καταστολής και της χαμηλής ανάπτυξης. 
Άρα λοιπόν πρέπει να αποτραπεί η "αντισυστημική" επανάσταση. Το ερώτημα είναι πως;
  1. Το πρώτο βήμα είναι να γίνει αποδεκτή η βάση διαχωρισμού προόδου και συντήρησης που περιγράφηκε πιο πάνω. Όσο επιμένουμε σε διαχωρισμούς αριστεράς-δεξιάς βασισμένους σε θεωρίες του 19ου αιώνα, η "αντισυστημική" συντηρητική πλευρά θα κερδίζει και έδαφος αλλά και -το χειρότερο- νομιμοποίηση.  
  2. Το επόμενο βήμα είναι να οριοθετηθούν οι τακτικοι σύμμαχοι και οι στρατηγικοί αντίπαλοι στο σύγχρονο πολιτικό κόσμο. Κι αν ξενίζει ο όρος σύμμαχοι, ας επιμείνουμε στον όρο στρατηγικοί αντίπαλοι και, με την εις άτοπον απαγωγιν, να προσδιορίσουμε τις δυνάμεις που πολιτικά μπορούν να στηρίξουν την προώθηση της προοδευτικής ατζέντας.Και αυτό είναι το πιο δύσκολο βήμα γιατί απαιτεί υπερβάσεις και αναθεωρήσεις αντιλήψεων που συμπλεγματικα και αντανακλαστικά αναπτύσσονται. Είναι δύσκολο για ένα στέλεχος ενος σοσιαλδημοκρατικού κομματος, που έχει μάθει από μικρός να θεωρεί αντίπαλο και "συντηρητικό" τον κεντροδεξιό πολιτικό και εν δυνάμει σύμμαχο τον "αριστερό" ή κομμουνιστή πολιτικό, με τον οποίο μάλιστα μπορεί να είχε συνυπάρξει και στο ίδιο κόμμα, να αποδεχθεί και να πιστέψει πως ο κεντροδεξιός είναι πιο κοντά στις απόψεις του σχετικά με το τι είναι προοδευτικό σήμερα, από ότι ένα στέλεχος της "αριστερής" πτέρυγας του κόμματος του.  
  3. Το τρίτο βήμα είναι η διαμόρφωση πολιτικών προτάσεων και πρακτικών που να απαντούν στα προβλήματα που περιγράφηκαν πιο πάνω και γέννησαν τον κίνδυνο της "αντισυστημικής" έκρηξης. 
    • Η παιδεία και η εν γενει μόρφωση είναι ο χώρος που πρέπει πρώτα από όλα να επενδύσει η Ευρώπη. Παρά τις μέχρι τώρα θετικές παρεμβάσεις, η "Ευρώπη της γνώσης" δεν έγινε πραγματικότητα. Οι πρωτοβουλίες μπορεί να διεύρυναν το συνολικο μορφωτικό επίπεδο των ευρωπαίων αλλά δεν κατάφεραν να ανεβάσουν τη μορφωτική τους βάση, με αποτέλεσμα ο διχαστικός λόγος της συντήρησης και του λαϊκισμού να βρίσκει έδαφος ανάπτυξης σε αυτό το χώρο.  
    • Η υγεία και η κοινωνική αλληλεγγύη με την ανάπτυξη ακόμα περισσότερων υποδομών και δικτύων και όχι με τη λογική των επιδομάτων είναι ένας ακόμα χώρος προτεραιότητας. Τα επιδόματα, εκτός από αντιαναπτυξιακά και αντιοικονομικα, φαντάζουν τελικά ως φιλοδωρήματα του "κράτους των τραπεζών  και του κεφαλαίου" προς τις ασθενέστερες ομαδες, ενώ η ανάπτυξη σύγχρονων και ποιοτικών υποδομών μετατρέπουν τον χρήστη τους σε πολίτη που αναγνωριζει την πρόνοια του κρατους.  
    • Η απενοχοποίηση του πατριωτισμού, σε ιδεολογικό επίπεδο, είναι άλλη μια κινηση που θα στέρηση υπόστρωμα ανάπτυξης στους εκφραστές τις συντήρησης. Θεωρώντας "προοδευτική" θέση τον απόλυτο διεθνισμό, η αριστερά και οι φιλελεύθεροι τσουβάλιασαν το γνήσιο και αυθόρμητο πατριωτισμό πολλών ευρωπαίων κάτω από την ταμπέλα του εθνικισμού. Ταυτόχρονα οι πολιτικές υπερβολικής ανοχής και προστασίας της διαφορετικότητας έχουν συχνά οδηγήσει στο φαινόμενο να θεωρείται οπισθοδρομικό  στην Ευρώπη να είσαι λευκός χριστιανός και να πηγαινεις στην εκκλησία και προοδευτικό το να προστατευεις ευλαβικα το δικαίωμα του να είσαι Άραβας μουσουλμάνος με μπούργκα στο χώρο εργασίας και να διακόπτεις τη δουλειά σου 5 φορές τη μέρα για προσευχή.  
    • Η ενίσχυση της πολιτικής ως στοιχείο της δημοκρατίας και της αντιπροσωπευτικότητας ως προοδευτικού συστήματος διακυβέρνησης θα πρέπει να είναι ένας ακόμα στόχος. Η λογική των δημοψηφισμάτων με την κατ επιφασιν δημοκρατική χροιά τους, επέφερε σημαντικά πλήγματα στο κύρος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ως του πιο ποιοτικού και εξελιγμένου μοντέλου διακυβέρνησης. Η κοινωνία των πολιτών και τα διαφορά κινήματα είχαν αμφίσημο ρόλο τελικά στην προώθηση της δημοκρατίας και της συμμετοχής. Ενώ λογικά προάγουν τη σχέση των πολιτών με τα κοινά και την πολιτική, συχνά αποτέλεσαν το όχημα υποκατάστασης των θεσμικών μέσων πολιτικής έκφρασης και δημιούργησαν αποτελέσματα που δεν είχαν πολιτική νομιμοποίηση, απλά εξέφρασαν συγκυριακές δυναμικές μειοψηφίες. Η ρητορική για άμεση δημοκρατία καθολικής συμμετοχής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, εκτός από ανεφάρμοστη, αντικρούει σε μια από τις βασικές αρχές της δημοκρατίας: ότι οι αξίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι πάνω από τη βούληση συγκυριακών πλειοψηφιών 
    • Ο  περιορισμος του εξωθεσμικού ρόλου των οικονομικών παραγόντων θα πρέπει να είναι ένα ακόμα ζητούμενο. Όχι κατασταλτικά ή διοικητικά, αλλά με τη σταδιακή ανάκτηση της χαμένης προς τις τράπεζες υπερεθνικές εξουσίες από την πολιτική. Με γοργούς ρυθμούς πρέπει να ενισχυθεί η μεταβίβαση πραγματικής εξουσίας σε δημοκρατικά, εκλεγμένα, λειτουργικά υπερεθνικά όργανα.  Το μοντέλο της "Ευρωπαικης Τριάδας" Επιτροπή, Συμβούλιο, Κοινοβούλιο, μπορεί να ήταν ενδιαφέρον και αποδοτικό σε μια Ευρώπη των 12 ή των 15 και με ελάχιστους τομείς κοινής πολιτικής, όμως είναι αντιλειτουργικο στη διαμόρφωση πολιτικών σα μια Ευρώπη των 27 και με μια πληθώρα κοινών πολιτικών και προτεραιοτήτων. 
Τα παραπάνω τρία βήματα και η διαμόρφωση των επιμερους πολιτικών θα πρέπει να συγκροτούν το στόχο αλλά και τον προγραμματικό λόγο της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. 
Με καθαρότητα, σαφήνεια και σιγουριά για τις θέσεις του, ο σοσιαλδημοκρατικος χώρος μπορεί να ανακάμψει. Η παραπάνω τριάδα κινήσεων είναι η μόνη σωτηρία για την Ευρώπη, την πατρίδα, τον προοδευτικό χώρο. 
Η ονομασία, η οργανωτική έκφραση και η μορφή του πολιτικού σχηματισμού που θα τα εκφέρει είναι δευτερεύον ζήτημα. Αν θα λέγεται ΠΑΣΟΚ, ΔηΣυ, Ελιά ή κάπως αλλιώς λίγο έχει να κάνει με την ουσία της πολιτικής πρότασης. Αρκεί να είναι ο χώρος που θα μιλήσει ξεκάθαρα κι αποφασιστικά για τη νέα διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην πρόοδο και τη συντήρηση. 
Βέβαια σε μια τέτοια πορεία, σημασία έχουν και τα προσώπα. Είναι προφανές πως στη διαδρομή αυτή δεν μπορούν να ηγηθούν πρόσωπα που αναμασούν την αντιδεξιά ρητορική των 80s και που αντιλαμβάνονται όλα τα πολιτικά σχήματα με το συνθετικό σοσιαλ- ή κομμουν- ως "λοιπές προοδευτικές δυνάμεις".
Χρειάζεται νέος λόγος, νέα πρόσωπα, νέα πολιτική συμπεριφορά. Και βέβαια ούτε η ηλικία ούτε η απουσία πολιτικής εμπειρίας είναι απαραίτητα στοιχεία για τη "νεότητα".  Δεν είναι ζητούμενη η πολιτική παρθενογένεση αλλά η ενεργοποίηση πολιτικών στελεχών που είναι διατεθειμένοι να συγκρουστούν για το καινούργιο. 
Ακόμα κι αν όλα τα παραπάνω γίνουν και βρεθούν και τα κατάλληλα πρόσωπα, η νίκη δεν είναι εξασφαλισμένη. 
Η πρόοδος δεν είναι νομοτέλεια. Η εξέλιξη δεν είναι μονόδρομος. Δεν είναι λίγες φορές που η ιστορία έκανε κύκλους και βήματα προς τα πίσω. 
Χρέος μας είναι να προσπαθήσουμε. Από την ένταση της προσπάθειας εξαρτάται το αν θα νικήσουμε. 






Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

Η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη και η λούμπα της κεντροαριστεράς

Την ώρα που ο χώρος της κεντροδεξιάς και των φιλελεύθερων πανηγυρίζει την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και τα υπόλοιπα μορφώματα της αυτοαποκαλουμενης κεντροαριστεράς ψάχνουν με αγωνία αλλά κυρίως με αβεβαιότητα το βηματισμό τους. Και κυρίως, αδυνατούν να συλλάβουν ποια είναι τα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα με συνέπεια, το οποίο πολιτικό αφήγημα (sic) επιχειρούν να αρθρωσουν, να είναι εκτός θέματος.
Η χώρα βολοδερνει από την τραγική διακυβέρνηση μιας γκρουπας άχρηστων, εμμονικων, οπισθοδρομικών και συχνά ανεντιμων ψευτοαριστερων που βρίσκουν δεκανικι σε μια παρέα εθνικιστών λαϊκιστων που χάθηκαν στο δρόμο από τη ΝΔ προς τη ΧΑ.
Σ αυτήν την κατάσταση το ΠΑΣΟΚ προβάλλει ως κύριο πολιτικό λόγο την προσπάθειά του να ξεπεράσει το ενοχικό σύνδρομο που ανέπτυξε όταν, σώζοντας τη χώρα από την καταστροφή, συγκυβερνησε με τη ΝΔ. Κι αντί να προβάλλει αυτήν την επιλογή ως στοιχείο πολιτικής ωριμότητας και υπευθυνότητας, τη θάβει ως μελανή σελίδα στην ιστορία του.
Αντί να συγκρούεται απόλυτα, ολοκληρωτικά και ολομετωπα με την αριστερή ιδεοληψία του Τσίπρα και των κολλητων του, αναζητεί συγγένειες και κοινές αναφορές με την ακραία λαϊκίστικη αριστερά.
Την ώρα που βουλευτής του Σύριζα ομολογεί πως η χώρα πρέπει να ζητήσει συγγνώμη από τους Σημίτη-Γιαννίτση για το ασφαλιστικό, αντί να κάνει αυτήν την τοποθέτηση σημαία και παράσημο περηφάνειας, προσπαθεί να προσεγγίσει αυτους που κατηγορούν τον συγκεκριμενο βουλευτή γιαυτην του τη δήλωση: τους πρώην πασοκους που τότε πολέμησαν τον Σημίτη και το Γιαννίτση και που σήμερα ακολουθούν το Σύριζα ή ακομα χειρότερα, το Λαφαζάνη.
Την ώρα που η συντηρητική υποτίθεται παράταξη, ξεπερνώντας τη βαθιά κι επικίνδυνα παρατεταμένη κρίση της, εκλέγει ένα νέο, προοδευτικό, σαφώς φιλελεύθερο και φιλοευρωπαιο ηγέτη, δίνοντας ένα καίριο χτύπημα στο λαϊκισμό, ο χωρος της σοσιαλδημοκρατίας ζει ακόμα στα απόνερα των προσωπικών συγκρούσεων των ηγετών του.
Αντί να προβάλλονται τα επιτεύγματα της διακυβέρνησης Σημίτη, ο ριζοσπαστισμος της κυβέρνησης Γ.Παπανδρέου και ο ορθολογισμός και η υπευθυνότητα της περιόδου Βενιζέλου, τα στελέχη του χώρου προσπαθούν να μειώσουν αυτή την εθνική και κοινωνική συνεισφορά της σοσιαλδημοκρατίας αναζητώντας και προβάλλοντας μόνο τα αρνητικά στοιχεία αυτών των τριών ηγετών της.
Αντί να επιχειρείται με σοβαρότητα και υπερβατικότητα η συνεπής και αφοσιωμένη έκφραση του φιλοευρωπαικου και προοδευτικού χώρου, όπως αυτός συγκροτήθηκε γύρω από την επιλογή του ΝΑΙ στο δημοψήφισμα του καλοκαιριού, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να κάνει διακριτές τις διαχωριστικές γραμμές των συνιστωσών αυτού του μετώπου, κλείνοντας ταυτόχρονα το μάτι στους "παραστρατημενους" οπαδούς του ΟΧΙ, εκτιμώντας λάθος πως η κοινή μας προμνημονιακη διαδρομή μπορεί να εγγυηθεί τη μετέπειτα συνύπαρξη.
Αυτό που αρνείται πολιτικά να διαβάσει η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ είναι πως, μετά τα μνημονια, τίποτα δεν είναι ίδιο.
Πως η στάση απέναντι στις επιλογές για τη σωτηρία της χώρας είναι η νέα Λυδία λίθος που χαρακτηρίζει πρόσωπα και πολιτικούς σχηματισμούς ως προοδευτικούς ή μη.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται να το έχει αντιληφθεί αυτό. Και μαζί του το αντιλήφθηκε και η πλειοψηφία των οπαδών της ΝΔ.
Μικρή, οριακή πλειοψηφία, που κάνει την προσπάθειά του νέου αρχηγού της ΝΔ δύσκολη και ναρκοθετημένη. Όμως του δίνεται η δυνατότητα να προσπαθήσει.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχειρεί λοιπόν να εκφράσει το αίτημα για εμμονή στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και για ξερίζωμα του λαϊκισμού.
Όπως την εμμονή στην ευρωπαϊκή πορεία και το αίτημα για εκσυγχρονισμό εξέφρασε το 1996 ο Κώστας Σημίτης. Τότε, πολύ κεντρώοι και δεξιοί, αδιαφορώντας για την πολιτική αναφορά του Σημίτη και για το γεγονός πως δίπλα του είχε τον Άκη, τον Αρσένη ή τον Λαλιώτη, πίστεψαν και στήριξαν τον Κώστα Σημίτη την ώρα που η ΝΔ έψαχνε τις ρίζες της στη λαϊκή καραμανλικη δεξιά.
Αν λοιπόν το ΠΑΣΟΚ και ο σοσιαλδημοκρατικος χώρος δεν καταλάβουν ποιο είναι το ζητούμενο της εποχής και δεν πάψουν να αναζητούν τις ρίζες τους στον τριτοδρομικο πατριωτικό σοσιαλισμό, ο Μητσοτάκης θα έχει κερδίσει μόνος του το στοίχημα, ανεξάρτητα από την πολιτική του προέλευση και το γεγονός πως δίπλα του θα έχει τον Βορίδη, το Βαρβιτσιώτη ή τον Τζιζικωστα.